-
1 κεραΐζω
Aκεράϊζον Hom.
(v. infr.): [tense] fut. inf.κεραϊξέμεν Il. 16.830
: [tense] aor.ἐκεράϊσα Hdt.2.115
, - ϊξα Nonn. D.23.21: ([etym.] κείρω):— ravage, plunder,σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Il.5.557
, cf. 16.752; πόλιν κεραϊξέμεν ἁμήν ib. 830, cf. Od.8.516, Parth.21.1, etc.;τὸ τῶν Λυδῶν ἄστυ Hdt.1.88
;τὰ οἰκία τοῦ ξείνου Id.2.115
;οἰκίας J.BJ6.8.5
;τοὺς σωροὺς τῶν δραγμάτων Ael.NA6.41
:—[voice] Pass.,θαλάμους κεραϊζομένους Il.22.63
;εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας E.Alc. 886
(anap.).2 of ships, sink, disable, Hdt.8.91, cf. 86 ([voice] Pass.).3 of living beings, slaughter,Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους Il.2.861
, cf. 21.129;θῆρας Pi.P. 9.21
;οἱ [λέοντες] τὰς καμήλους ἐκεράϊζον Hdt.7.125
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραΐζω
См. также в других словарях:
όθι — και όθε (Α ὅθι) (ποιητ. τ.) (επίρρ) νεοελλ. 1. οπουδήποτε, όπου («όθι βρεθώ κι όθι σταθώ τον πόνο μου θα λέω») 2. από όπου («όθε βγήκε ο λόγος») αρχ. όπου («ἐν ποταμῷ, ὅθι περ Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αναφ. αντων. ὅς, ἥ … Dictionary of Greek
κεραΐζω — (ΑΜ) φονεύω, κατασφάζω (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. λεηλατώ, καταστρέφω, ερημώνω (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ. β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», Ευρ.) 2. (σχετικά με… … Dictionary of Greek